Δαζέα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Δαζέα < γενική ενικού του αρσενικού Δαζέας
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔαζέα θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΔαζέα αρσενικό
Δαζέα θηλυκό άκλιτο
Δαζέα αρσενικό