Δίρφυς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Δίρφυς < αρχαία ελληνική Δίρφυς < προελληνική [1]
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Δίρφυς | ||
γενική | τῆς | Δίρφυος | ||
δοτική | τῇ | Δίρφυῐ̈ | ||
αιτιατική | τὴν | Δίρφυν | ||
κλητική ὦ! | Δίρφυ | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'βότρυς' όπως «βότρυς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Δίρφυς < προελληνική [1]
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- Δίρφυς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Αναφορές
επεξεργασία
- 1 2 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)