Γιορντάνκα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Γιορντάνκα | οι | Γιορντάνκες |
γενική | της | Γιορντάνκας | — | |
αιτιατική | τη | Γιορντάνκα | τις | Γιορντάνκες |
κλητική | Γιορντάνκα | Γιορντάνκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Γιορντάνκα < (μεταγραφή) βουλγαρική Йорданка ή σερβική Јорданка (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Μεταγραφή επεξεργασία
Γιορντάνκα θηλυκό