Γιολτζής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Γιολτζής < γιολτζής < (άμεσο δάνειο) τουρκική yolc(u) (ταξιδιώτης) + -ής, κατάληξη -τζής < yol (δρόμος)
Κύριο όνομα επεξεργασία
Γιολτζής αρσενικό (θηλυκό Γιολτζή)
Γιολτζής αρσενικό (θηλυκό Γιολτζή)