Γερακάριον
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | Γερακάριον | τὰ | Γερακάρια | ||||
γενική | τοῦ | Γερακαρίου | τῶν | Γερακαρίων | ||||
δοτική | τῷ | Γερακαρίῳ | τοῖς | Γερακαρίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | Γερακάριον | τὰ | Γερακάρια | ||||
κλητική ὦ! | Γερακάριον | Γερακάρια | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Γερακάριον < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓερακάριον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) ονομασία οικισμών της Ελλάδας → δείτε Γερακάρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεταγραφή καθαρεύουσας και δείτε Γερακάρι