Γαβριηλίτσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Γαβριηλίτσα | οι | Γαβριηλίτσες |
γενική | της | Γαβριηλίτσας | — | |
αιτιατική | τη | Γαβριηλίτσα | τις | Γαβριηλίτσες |
κλητική | Γαβριηλίτσα | Γαβριηλίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Γαβριηλίτσα < Γαβριηλ(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα → και δείτε τη λέξη Γαβριήλ
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣa.vɾi.iˈli.t͡sa/
Κύριο όνομα επεξεργασία
Γαβριηλίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Γαβριηλία
Γαβριηλίτσα
|