Δείτε επίσης: Βόρης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βόρις οι Βόριδες
      γενική του Βόριδος των Βορίδων
(Βόριδων*)
    αιτιατική τον Βόρι(ν) τους Βόριδες
     κλητική Βόρι Βόριδες
Κλίση από τα αρχαία ελληνικά. * Ο τύπος γενικής πληθυντικού -'ιδων, στη δημοτική.
Κατηγορία όπως «ρίψασπις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βόρις < (άμεσο δάνειο) βουλγαρική Борис

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βόρις αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία