Βόρις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βόρις | οι | Βόριδες |
γενική | του | Βόριδος | των | Βορίδων (Βόριδων*) |
αιτιατική | τον | Βόρι(ν) | τους | Βόριδες |
κλητική | Βόρι | Βόριδες | ||
Κλίση από τα αρχαία ελληνικά. * Ο τύπος γενικής πληθυντικού -'ιδων, στη δημοτική. | ||||
Κατηγορία όπως «ρίψασπις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βόρις < (άμεσο δάνειο) βουλγαρική Борис
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒόρις αρσενικό
- ανδρικό όνομα, εξελληνισμένος τύπος του Μπορίς
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Βόρις Γ΄ στη Βικιπαίδεια (1894-1943), τσάρος της Βουλγαρίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία Βόρις
|