Βρέλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Βρέλος | οι | Βρέλοι |
γενική | του | Βρέλου | των | Βρέλων |
αιτιατική | τον | Βρέλο | τους | Βρέλους |
κλητική | Βρέλο | Βρέλοι | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βρέλος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈvɾe.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βρέ‐λος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βρέλος αρσενικό