Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βοργόνα οι βοργόνες
      γενική της βοργόνας των βοργονών
    αιτιατική τη βοργόνα τις βοργόνες
     κλητική βοργόνα βοργόνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βοργόνα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βοργόνα θηλυκό

  • με αυτό το όνομα (αντί της γοργόνας της οποίας αποτελεί παραφθορά) χαρακτηρίζουν οι ντόπιοι κάτοικοι της νήσου Καρπάθου γυναίκες "ελεύθερου ήθους", αποτελεί δε τοπική υβριστική έκφραση

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία