Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βοθύλακας < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βοθύλακας αρσενικό

  • Χωριό της Κύπρου στο κατεχόμενο από τους Τούρκους τμήμα της (Καρπασία, Επαρχία Αμμοχώστου).

  Μεταφράσεις επεξεργασία