Βιετναμέζος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΒιετναμέζος αρσενικό (θηλυκό Βιετναμέζα)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από το Βιετνάμ ή έχει βιετναμική υπηκοότητα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Βιετναμέζος