Βεκονθώτης
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Βεκονθώτης | οἱ | Βεκονθῶται |
γενική | τοῦ | Βεκονθώτου | τῶν | Βεκονθωτῶν |
δοτική | τῷ | Βεκονθώτῃ | τοῖς | Βεκονθώταις |
αιτιατική | τὸν | Βεκονθώτην | τοὺς | Βεκονθώτᾱς |
κλητική ὦ! | Βεκονθῶτᾰ | Βεκονθῶται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Βεκονθώτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Βεκονθώταιν | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βεκονθώτης < + -ώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βεκονθώτης αρσενικό
Πηγές επεξεργασία
- Βεκονθώτης - Trismegistos People, βάση ονομάτων μη βασιλικών προσώπων που αναφέρονται ως κάτοικοι της Αιγύπτου μεταξύ του 800 π.Χ. και του 800 μ.Χ., KU Leuven