Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Βαϊκάλη
      γενική της Βαϊκάλης
    αιτιατική τη Βαϊκάλη
     κλητική Βαϊκάλη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Δορυφορική εικόνα της Βαϊκάλης

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βαϊκάλη < (άμεσο δάνειο) ρωσική Байкал (Bajkál) < τουρκική bol (άφθονος) + göl (λίμνη)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /va.iˈka.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βα‐ϊ‐κά‐λη

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βαϊκάλη θηλυκό, μόνο στον ενικό

  • λίμνη της Ρωσίας στην Ασία (νότια Σιβηρία)
    ※ Η αλματώδης αύξηση ενός είδους φυκιών (spirogyra) στην λίμνη Βαϊκάλη είναι ένα ζήτημα που απασχολεί του ρώσους επιστήμονες, οι οποίοι προς το παρόν δεν μπορούν να αξιολογήσουν το μέγεθος της, αλλά την αποδίδουν στα λύματα που πέφτουν στην λίμνη, στους τουρίστες και στην υπερθέρμανση του πλανήτη.
    Σε βάλτο κινδυνεύει να μετατραπεί η λίμνη Βαϊκάλη, Το Βήμα, 13 Απριλίου 2018

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)