Βαϊκάλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βαϊκάλη | ||
γενική | της | Βαϊκάλης | ||
αιτιατική | τη | Βαϊκάλη | ||
κλητική | Βαϊκάλη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /va.iˈka.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βα‐ϊ‐κά‐λη
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒαϊκάλη θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (υδρωνύμιο) λίμνη της Ρωσίας στην Ασία (νότια Σιβηρία)
- ※ Η αλματώδης αύξηση ενός είδους φυκιών (spirogyra) στην λίμνη Βαϊκάλη είναι ένα ζήτημα που απασχολεί του ρώσους επιστήμονες, οι οποίοι προς το παρόν δεν μπορούν να αξιολογήσουν το μέγεθος της, αλλά την αποδίδουν στα λύματα που πέφτουν στην λίμνη, στους τουρίστες και στην υπερθέρμανση του πλανήτη.
- Σε βάλτο κινδυνεύει να μετατραπεί η λίμνη Βαϊκάλη, Το Βήμα, 13 Απριλίου 2018
- ※ Η αλματώδης αύξηση ενός είδους φυκιών (spirogyra) στην λίμνη Βαϊκάλη είναι ένα ζήτημα που απασχολεί του ρώσους επιστήμονες, οι οποίοι προς το παρόν δεν μπορούν να αξιολογήσουν το μέγεθος της, αλλά την αποδίδουν στα λύματα που πέφτουν στην λίμνη, στους τουρίστες και στην υπερθέρμανση του πλανήτη.
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Βαϊκάλη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Βαϊκάλη
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)