Βαφέας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Βαφέας < επάγγελμα βαφέας < αρχαία ελληνική βαφεύς
- Συχνή η μετατροπή με ελληνοποίηση από την τουρκική boyacı ή επώνυμο Boyacı προς τα επώνυμα > Μπογιατζής > Βογιατζής > Βαφέας [1]
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Βαφέας αρσενικό (θηλυκό Βαφέα)
Συγγενικά
επεξεργασία- Βαφειάδης
- Βαφείδης
- Βαφιάς
- → δείτε και τη λέξη Μπογιατζής
Μεταγραφές
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Γεώργιος Παπαναστασίου (2010) Katharevousa@academia, σελ.231.