Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Βατοπέδι τα Βατοπέδια
      γενική του Βατοπεδίου των Βατοπεδίων
    αιτιατική το Βατοπέδι τα Βατοπέδια
     κλητική Βατοπέδι Βατοπέδια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «μίλι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βατοπέδι < μεσαιωνική ελληνική Βατοπέδιον < αρχαία ελληνική βάτος + πέδον (< πούς)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βατοπέδι ουδέτερο

  1. τοπωνύμιο στην χερσόνησο του Άθω
  2. οικισμός στη Χαλκιδική
  3. (συνεκδοχικά) η Μονή Βατοπεδίου

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία