Βαρούσι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Βαρούσι | τα | Βαρούσια |
γενική | του | Βαρουσιού | των | Βαρουσιών |
αιτιατική | το | Βαρούσι | τα | Βαρούσια |
κλητική | Βαρούσι | Βαρούσια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βαρούσι < (άμεσο δάνειο) τουρκική varoş (προάστιο) < ουγγρική város (πόλη) (πβ. σλαβικά варош) < vár + -os
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒαρούσι ουδέτερο