Βαζαίος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βαζαίος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vaˈze.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Βα‐ζαί‐ος
Κύριο όνομα επεξεργασία
Βαζαίος αρσενικό (θηλυκό Βαζαίου)
Βαζαίος αρσενικό (θηλυκό Βαζαίου)