Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Βαβυλωνικός Βαβυλωνική τὸ Βαβυλωνικόν
      γενική τοῦ Βαβυλωνικοῦ τῆς Βαβυλωνικῆς τοῦ Βαβυλωνικοῦ
      δοτική τῷ Βαβυλωνικ τῇ Βαβυλωνικ τῷ Βαβυλωνικ
    αιτιατική τὸν Βαβυλωνικόν τὴν Βαβυλωνικήν τὸ Βαβυλωνικόν
     κλητική ! Βαβυλωνικέ Βαβυλωνική Βαβυλωνικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Βαβυλωνικοί αἱ Βαβυλωνικαί τὰ Βαβυλωνικᾰ́
      γενική τῶν Βαβυλωνικῶν τῶν Βαβυλωνικῶν τῶν Βαβυλωνικῶν
      δοτική τοῖς Βαβυλωνικοῖς ταῖς Βαβυλωνικαῖς τοῖς Βαβυλωνικοῖς
    αιτιατική τοὺς Βαβυλωνικούς τὰς Βαβυλωνικᾱ́ς τὰ Βαβυλωνικᾰ́
     κλητική ! Βαβυλωνικοί Βαβυλωνικαί Βαβυλωνικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Βαβυλωνικώ τὼ Βαβυλωνικᾱ́ τὼ Βαβυλωνικώ
      γεν-δοτ τοῖν Βαβυλωνικοῖν τοῖν Βαβυλωνικαῖν τοῖν Βαβυλωνικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βαβυλωνικός < αρχαία ελληνική Βαβυλών + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

Βαβυλωνικός, -ή, -όν

  Πηγές επεξεργασία