Βαβυλωνιακός
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Βαβυλωνιακός < αρχαία ελληνική Βαβυλώνι(ος) + -ακός
Επίθετο επεξεργασία
Βαβυλωνιακός, -ή, -όν
- (ελληνιστική κοινή) ο σχετικός με τη Βαβυλώνα ή τους Βαβυλώνιους
- → δείτε και τη λέξη βαβυλωνιακός
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Βαβυλών
Πηγές επεξεργασία
- Βαβυλωνιακός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.