Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βάσιος οι Βάσιοι
      γενική του Βάσιου των Βάσιων
    αιτιατική τον Βάσιο τους Βάσιους
     κλητική Βάσιε Βάσιοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βάσιος < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈva.sços/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βά‐σιος

  Κύριο όνομα 1 επεξεργασία

Βάσιος αρσενικό

  Κύριο όνομα 2 επεξεργασία

Βάσιος αρσενικό (θηλυκό Βάσιου)

Μεταγραφές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης) [1]