Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Βάθεια οι Βάθειες
      γενική της Βάθειας των Βαθειών
    αιτιατική τη Βάθεια τις Βάθειες
     κλητική Βάθεια Βάθειες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βάθεια < βαθύς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈva.θi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βά‐θει‐α

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βάθεια θηλυκό

  1. χωριό της Λακωνίας
  2. Άνω Βάθεια: χωριό της Εύβοιας
  3. (παρωχημένο) Κάτω Βάθεια: πόλη της Εύβοιας, πρώην ονομασία της Αμαρύνθου[1]

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ΦΕΚ Α 151, 7 Ιουνίου 1914 (λήψη αρχείου PDF)