Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αἰθίοψ < αἴθω + ὄψ (ὄψις)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Αἰθίοψ αρσενικό (θηλυκό: Αἰθιοπίς)

  1. κυριολεκτικά: που έχει καμένο πρόσωπο, που μοιάζει καμένος
  2. που ανήκει στη μαύρη φυλή, ο μαύρος
  3. ο Αιθίοπας
  4. είδος ψαριού
  5. (ως επίθετο) αιθιοπικός
     συνώνυμα: Αἰθιόπιος, Αἰθιοπικός
  6. (ως επίθετο) καστανοκόκκινος

  Πηγές επεξεργασία