Αττικοβοιωτία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αττικοβοιωτία | οι | Αττικοβοιωτίες |
γενική | της | Αττικοβοιωτίας | των | Αττικοβοιωτιών |
αιτιατική | την | Αττικοβοιωτία | τις | Αττικοβοιωτίες |
κλητική | Αττικοβοιωτία | Αττικοβοιωτίες | ||
συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ti.ko.vi.oˈti.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ατ‐τι‐κο‐βοι‐ω‐τί‐α
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑττικοβοιωτία θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Αττικοβοιωτία