Ατρείδης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ατρείδης < αρχαία ελληνική Ἀτρείδης < Ἀτρε(ύς) + -ίδης
Κύριο όνομα
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ατρείδης | οι | Ατρείδες |
γενική | του | Ατρείδη | των | Ατρειδών |
αιτιατική | τον | Ατρείδη | τους | Ατρείδες |
κλητική | Ατρείδη | Ατρείδες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ατρείδης αρσενικό
- (ελληνική μυθολογία) απόγονος του Ατρέως
- ο Μενέλαος και ο Αγαμέμνονας ήταν μέλη της οικογένειας των Ατρειδών
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ατρείδης | οι | Ατρείδηδες |
γενική | του | Ατρείδη* | των | Ατρείδηδων |
αιτιατική | τον | Ατρείδη | τους | Ατρείδηδες |
κλητική | Ατρείδη | Ατρείδηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Ατρείδου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ατρείδης αρσενικό (θηλυκό Ατρείδη ή Ατρείδου)