Ασπούς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ασπούς | οι | Ασπούδες |
γενική | του | Ασπού | των | Ασπούδων |
αιτιατική | τον | Ασπού | τους | Ασπούδες |
κλητική | Ασπού | Ασπούδες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «παππούς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Ασπούς < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aˈspus/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐σπούς