Ασιμίτσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ασιμίτσα | οι | Ασιμίτσες |
γενική | της | Ασιμίτσας | — | |
αιτιατική | την | Ασιμίτσα | τις | Ασιμίτσες |
κλητική | Ασιμίτσα | Ασιμίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ασιμίτσα < + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ασιμίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα, άλλη γραφή του Ασημίτσα