Αριστοκλής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Αριστοκλής | οι | Αριστοκλείς & Αριστοκλήδες ** |
γενική | του | Αριστοκλή & Αριστοκλέους * |
των | Αριστοκλέων & Αριστοκλήδων |
αιτιατική | τον | Αριστοκλή | τους | Αριστοκλείς & Αριστοκλήδες |
κλητική | Αριστοκλή | Αριστοκλείς & Αριστοκλήδες | ||
* Λόγιος τύπος για τα αρχαία ονόματα και τα ονόματα οδών. ** Οι δεύτεροι τύποι του πληθυντικού, για τα σύγχρονα ονόματα. | ||||
Κατηγορία όπως «Περικλής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αριστοκλής < αρχαία ελληνική Ἀριστοκλῆς • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑριστοκλής αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία Αριστοκλής
|