Αριδαιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ɾi.ðeˈo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Α‐ρι‐δαι‐ώ‐της
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Αριδαιώτης αρσενικό (θηλυκό Αριδαιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) άτομο που κατάγεται από την Αριδαία ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη Αριδαία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αριδαιώτης
|