Αρδέα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αρδέα | οι | Αρδέες |
γενική | της | Αρδέας | των | Αρδεών |
αιτιατική | την | Αρδέα | τις | Αρδέες |
κλητική | Αρδέα | Αρδέες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Αρδέα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aɾˈðe.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αρ‐δέ‐α
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Αρδέα θηλυκό
- (παρωχημένο) κωμόπολη της Πέλλας, προηγούμενη ονομασία της Αριδαίας[1]