Αρβανιτέλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Αρβανιτέλη < γενική ενικού του αρσενικού Αρβανιτέλης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aɾ.va.niˈte.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αρ‐βα‐νι‐τέ‐λη
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑρβανιτέλη θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΑρβανιτέλη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Αρβανιτέλης