Αρίνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αρίνα | οι | Αρίνες |
γενική | της | Αρίνας | — | |
αιτιατική | την | Αρίνα | τις | Αρίνες |
κλητική | Αρίνα | Αρίνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αρίνα < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αρίνα θηλυκό