Αντωνιάνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αντωνιάνα | οι | Αντωνιάνες |
γενική | της | Αντωνιάνας | — | |
αιτιατική | την | Αντωνιάνα | τις | Αντωνιάνες |
κλητική | Αντωνιάνα | Αντωνιάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Αντωνιάνα < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Αντωνιάνα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αντωνιάνα
|