Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αναξίβιος < Ἀναξίβιος αρχαίο ελληνικό όνομα < πιθανόν από το ἄναξ (κυρίαρχος, βασιλικός) + βιόω < βίος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αναξίβιος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα, αρχαίο
  2. Ναύαρχος των Λακεδαιμονίων που ναυλοχούσε στο Βυζάντιο το 401 π.Χ. και ήρθε σε σύγκρουση με τον Ξενοφώντα κατά την κάθοδο των μυρίων. Αργότερα δολοφονήθηκε από Αθηναίους, όταν οι Σπαρτιάτες τον έστειλαν ως κατάσκοπο στην Άβυδο για να κλονίσει την αθηναϊκή επιρροή στη συγκεκριμένη περιοχή.

  Μεταφράσεις επεξεργασία