Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αναβρυτή οι Αναβρυτές
      γενική της Αναβρυτής των Αναβρυτών
    αιτιατική την Αναβρυτή τις Αναβρυτές
     κλητική Αναβρυτή Αναβρυτές
συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αναβρυτή < αρχαία ελληνική ἀναβρύω[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.na.vɾiˈti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐να‐βρυ‐τή

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αναβρυτή θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. βλ. Κώστας Η. Μπίρης, Τοπωνυμικά των Αθηνών, εκδ. Έκδοσις, 1945, σελ. 244