Αμώς
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Αμώς αρσενικό
- ένας από τους δώδεκα μικρούς προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης
- ένα από τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αμώς
|