Αλσούπολη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αλσούπολη | οι | Αλσουπόλεις |
γενική | της | Αλσούπολης* | των | Αλσουπόλεων |
αιτιατική | την | Αλσούπολη | τις | Αλσουπόλεις |
κλητική | Αλσούπολη | Αλσουπόλεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, Αλσουπόλεως Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /alˈsu.po.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αλ‐σού‐πο‐λη