Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αλκαίος < αλκή

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αλκαίος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία