Δείτε επίσης: Ἀγιόκαμπος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αγιόκαμπος οι Αγιόκαμποι
      γενική του Αγιόκαμπου των Αγιόκαμπων
    αιτιατική τον Αγιόκαμπο τους Αγιόκαμπους
     κλητική Αγιόκαμπε Αγιόκαμποι
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Αγιόκαμπος < καθαρεύουσα Ἀγιόκαμπος < ἀγιό- + κάμπος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈʝo.kam.bos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Α‐γιό‐κα‐μπος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Αγιόκαμπος αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία