Αγάθοσμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Αγάθοσμα | ||
γενική | των | Αγαθόσμων | ||
αιτιατική | τα | Αγάθοσμα | ||
κλητική | Αγάθοσμα | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Αγάθοσμα < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) νεολατινική Agathosma < αρχαία ελληνική ἀγαθός + ὀσμή
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΑγάθοσμα ουδέτερο στον πληθυντικό
- ταξινομικός όρος - γένος: φυτών που ευδοκιμούν στην N. Αφρική, τα φύλλα των οποίων είναι εύοσμα. Ανήκει στην οικογένεια των Ρουτιδών και περιλαμβάνει περί τα 140 είδη.
Μεταφράσεις
επεξεργασία Αγάθοσμα
|