Άνυδρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Άνυδρο | τα | Άνυδρα |
γενική | του | Άνυδρου | των | Άνυδρων |
αιτιατική | το | Άνυδρο | τα | Άνυδρα |
κλητική | Άνυδρο | Άνυδρα | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Άνυδρο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου άνυδρος
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈa.ni.ðɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ά‐νυ‐δρο
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Άνυδρο ουδέτερο
- ονομασία οικισμών της Ελλάδας
- βραχονησίδα στα ανοιχτά της Πάτμου
Άλλες μορφές
επεξεργασία- Ἄνυδρον (καθαρεύουσα)