ŝarĝo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝarĝo | ŝarĝoj |
αιτιατική | ŝarĝon | ŝarĝojn |
ŝarĝo (eo)
- το φορτίο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ŝarĝo | ŝarĝoj |
αιτιατική | ŝarĝon | ŝarĝojn |
ŝarĝo (eo)