ĵaketo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ĵaketo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĵaketo | ĵaketoj |
αιτιατική | ĵaketon | ĵaketojn |
ĵaketo (eo)
- η ζακέτα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĵaketo | ĵaketoj |
αιτιατική | ĵaketon | ĵaketojn |
ĵaketo (eo)