ĉielo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉielo | ĉieloj |
αιτιατική | ĉielon | ĉielojn |
ĉielo (eo)
- ο ουρανός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉielo | ĉieloj |
αιτιατική | ĉielon | ĉielojn |
ĉielo (eo)