ĉerizujo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ĉerizujo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉerizujo | ĉerizujoj |
αιτιατική | ĉerizujon | ĉerizujojn |
ĉerizujo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉerizujo | ĉerizujoj |
αιτιατική | ĉerizujon | ĉerizujojn |
ĉerizujo (eo)