ĉapelo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉapelo | ĉapeloj |
αιτιατική | ĉapelon | ĉapelojn |
ĉapelo (eo)
- το καπέλο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉapelo | ĉapeloj |
αιτιατική | ĉapelon | ĉapelojn |
ĉapelo (eo)