ĉano
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉano | ĉanoj |
αιτιατική | ĉanon | ĉanojn |
ĉano (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉano | ĉanoj |
αιτιατική | ĉanon | ĉanojn |
ĉano (eo)