évaluateur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | évaluateur | évaluateurs |
θηλυκό | évaluatrice | évaluatrices |
Ουσιαστικό επεξεργασία
évaluateur (fr) αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη évaluer
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | évaluateur | évaluateurs |
θηλυκό | évaluatrice | évaluatrices |
évaluateur (fr) αρσενικό