étrave
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- étrave < αρχαία σκανδιναβική stafn
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
étrave | étraves |
étrave (fr) θηλυκό
- (ναυτικός όρος) προεξέχον στέλεχος της πλώρης ενός πλοίου