Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

étrave < αρχαία σκανδιναβική stafn

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.tʁav/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
étrave étraves

étrave (fr) θηλυκό