épigramme
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
épigramme | épigrammes |
épigramme (fr) θηλυκό
- το επίγραμμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
épigramme | épigrammes |
épigramme (fr) αρσενικό
- épigrammes d'agneau - μικρές φέτες στήθους αρνιού που τρώγονται τηγανητές ή στη σχάρα