édifiant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | édifiant | édifiants |
θηλυκό | édifiante | édifiantes |
Επίθετο επεξεργασία
édifiant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | édifiant | édifiants |
θηλυκό | édifiante | édifiantes |
édifiant (fr)